-
1 αρνητικος
-
2 αρνητικός
-
3 αρνητικός
[арнитикос] επ отрицательный. -
4 πόλος
ο в разн. знач полюс;ο βόρειος (νότιος) πόλος — северный (южный) полюс;
ο εξερευνητής τού πόλου — полярник;
θετικός (αρνητικός) πόλος физ. — положительный (отрицательный) полюс